υδρορρόη

υδρορρόη
η
1. κάθε οχετός απ' όπου ρέει νερό, αυλάκι.
2. αυλάκι που διατρέχει την περίμετρο της στέγης, μαζεύει τα βρόχινα νερά και τα αποχετεύει με λούκια στο έδαφος.
3. ισχυρή ζώστρα που συνδέει σε όλο το μήκος του πλοίου τους νομείς με το κατάστρωμα, το απάνω κουρζέτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδρορρόη — Αγωγός που περισυλλέγει τα νερά της βροχής από τις στέγες των κτιρίων, είτε για να τα απομακρύνει, είτε για να τα συγκεντρώσει σε στέρνα για μελλοντική χρησιμοποίηση τους. Παλιότερα η υ. ήταν ένας απλός μεταλλικός σωλήνας ή ένας σκαμμένος… …   Dictionary of Greek

  • ὑδρορρόη — ὑδρορρόα water course fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Επιδαύρου — Το μικρό αλλά πλούσιο σε ευρήματα Μουσείο της Επιδαύρου βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου του Ασκληπιείου. Είναι ένα μακρόστενο κτίριο που δένει αρμονικά με τον περιβάλλοντα χώρο με τις λιτές γραμμές και τα διακριτικά χρώματά του.… …   Dictionary of Greek

  • αλεξικέραυνο — Ηλεκτρικός αγωγός, προορισμός του οποίου είναι η προστασία από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Το πρώτο α. κατασκεύασε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το 1765. Η κατασκευή του περιλάμβανε ένα σιδερένιο ραβδί, μήκους 5… …   Dictionary of Greek

  • χελώτρα — ἡ, Α υδρορρόη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χολέδρα* «υδρορρόη οροφής» ή, κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, με έναν δυσερμήνευτο τ. κελέτρα, στον οποίο αποδίδονται από τους μελετητές διάφορες σημ., όπως «βοσκή» ή… …   Dictionary of Greek

  • έκρηγμα — ἔκρηγμα, το (Α) 1. απόσχισμα από κάτι 2. χαράδρα 3. ορμητική εκροή 4. υδρορρόη, καταρράχτης 5. ιατρ. φλύκταινα, εξάνθημα …   Dictionary of Greek

  • βρέχτης — ο [βρέχω] 1. αυτός που φέρνει βροχές («Γενάρης χιονιστής, Φλεβάρης βρέχτης») 2. η υδρορροή της στέγης 3. δοχείο των σιδηρουργών που το χρησιμοποιούν στην κατάβρεξη του πυρακτωμένου μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • δακρυρρόη — η αρχιτ. η κάτω επιφάνεια τού γείσου, αυλακωμένη έτσι ώστε να στάζουν τα νερά τής βροχής στο έδαφος σε μικρή απόσταση από τη βάση τού τοίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + ροή (πρβλ. υδρορρόη)] …   Dictionary of Greek

  • εμβόλιο — το (AM ἐμβόλιον) νεοελλ. 1. παρασκεύασμα που χορηγείται ενδομυϊκώς (με ένεση) ή από το στόμα για να προκαλέσει ανοσία προς ορισμένη νόσο ή για θεραπευτικούς σκοπούς 2. κλωνάρι δέντρου με οφθαλμούς, το οποίο χρησιμοποιείται για τον δενδροκομικό… …   Dictionary of Greek

  • επίγεισο — το μετάλλινο έλασμα ή ξύλινη σανίδα που καλύπτει την άνω πλευρά τού γείσου τής στέγης και σχηματίζει προεξοχή για την υδρορροή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”